- αὐτοετερότης
- αὐτο-ετερότης, ητος, ἡ,A abstract difference, Plot.2.4.13, Dam.Pr. 322.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοετερότης — abstract difference fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοετερότητα — αὐτοετερότης abstract difference fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)